δειλινιάζω

δειλινιάζω
1. τρώω το απογευματινό φαγητό.
2. δειλινιάζει απρόσ., γίνεται απόγευμα, δειλινό: Θα φύγω όταν δειλινιάσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δειλινιάζω — και δειλινίζω [δειλινό] 1. τρώγω το απογευματινό μου φαγητό 2. απρόσ. δειλινιάζει έρχεται το δειλινό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”